Γύρος Έβρου - Ροδόπης 9/1/2016

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου το βράδυ βρίσκομαι στο καφέ-μπαρ Zucca, απέναντι από τον φάρο της Αλεξανδρούπολης για να ολοκληρώσω την εγγραφή μου και να παραλάβω την κάρτα για το αυριανό μπρεβέ.

Είναι η φετινή έκδοση του πρώτου της χρονιάς, το διακοσάρι Έβρου και Ροδόπης.

Στο καφέ βρίσκονται και μερικοί φίλοι και γνωστοί και πιάνουμε την κουβέντα καθώς έχω να τους δω από πέρσι. Είναι και ένα παλικάρι που θα τρέξει για πρώτη φορά σε μπρεβέ.

Οι ερωτήσεις του καλύπτουν όλη τη γκάμα, από τον ρουχισμό μέχρι τη διατροφή, τον ποδηλατικό ρυθμό, τα διαδικαστικά, κλπ... Οι παλαιότεροι προσφέρουμε τις απαντήσεις πρόθυμα, εν είδη καλωσορίσματος του νεαρού ποδηλάτη στην μεγάλη οικογένεια των μπρεβετάδων...

Νωρίς το πρωί της επόμενης, Σάββατο 9 Ιανουαρίου, στην εκκίνηση στο ίδιο μέρος βρίσκονται πολλοί γνωστοί και φίλοι. Μερικούς έχω να τους δω από την Γαλλία, από την κορυφαία ποδηλατοτουριστική διοργάνωση στον κόσμο, το Paris-Brest-Paris. Το καλοκαίρι που μόλις πέρασε είδε την Ελλάδα να προβάλει σημαντική παρουσία στο παγκόσμιο αυτό πάρτι: πενήντα-εννέα συμμετέχοντες στο σύνολο.

Πίσω στην Αλεξανδρούπολη όμως, παρά το τσουχτερό κρύο, τα καλαμπούρια δίνουν και παίρνουν. Ο ήλιος ανατέλλει στον ουρανό χωρίς σύννεφα. Η μέρα προμηνύεται πολύ όμορφη...
Ως εναρκτήριο μπρεβέ της χρονιάς, κόβουμε και μια βασιλόπιτα για το καλό.
Στις οκτώ, δίνεται η εκκίνηση. Ξεκινάμε ήρεμα και προσεκτικά μέσα από τους δρόμους της Αλεξανδρούπολης. Κινούμαστε σαν γκρουπ, και σύντομα βγαίνουμε απ’ την πόλη. Εναλλασσόμενοι σε δυάδες, και κινούμενοι με ρυθμό χαλαρό αλλά ικανό για να μας κρατάει ζεστούς, πιάνουμε την κουβεντούλα. Χωρίς να το καταλάβουμε φτάνουμε στην Αισύμη, όπου ξεκινάει η ανάβαση. Το αρχικό γκρουπ έχει διασπαστεί, ανάλογα με τον ρυθμό που θέλει ν’ ακολουθήσει η κάθε παρέα. Εγώ ανεβαίνω παρέα με τρεις από την Κομοτηνή και τέσσερις από την Αλεξανδρούπολη...

Ο χειμερινός ήλιος λάμπει πια στον ουρανό, φωτίζοντας τα πυκνά δασωμένα γύρω βουνά και λόφους με τις απαλές κλίσεις. Η ανηφόρα, αν και μεγάλη σε μήκος, δεν είναι δύσκολη, επιτρέποντας έτσι την διατήρηση ενός σταθερού, αερόβιου ρυθμού. Ενώ στην αρχή η θερμοκρασία ήταν τρεις βαθμούς υπό το μηδέν, τώρα πλέον έχει ανέβει αισθητά, και σε συνδυασμό με την παραγόμενη σωματική θερμότητα από την ανάβαση, αισθανόμαστε ζεστά και άνετα. Το τοπίο είναι μαγευτικό!

Πρώτα συναντάμε μια βρύση, της οποίας το νερό έχει τρέξει κάθετα πάνω στο οδόστρωμα και έχει δημιουργήσει ένα λεπτό αλλά συμπαγές και ολισθηρό στρώμα πάγου πλάτους περίπου 10 μέτρων, θέλει πολλή προσοχή για να το περάσεις. Πιο πάνω ακόμα, στα 800-900 μέτρα υψόμετρο, τα ανήλια μέρη του δρόμου είναι στρωμένα με σκληρό χιόνι και παγωμένη υγρασία. Όπου έχουν αφήσει ροδιές τα αυτοκίνητα, αυτή έχει συμπυκνωθεί σε πάγο με λεία επιφάνεια και γλιστράει πολύ. Όμως στην υπόλοιπη, λευκή επιφάνεια, η τραχύτητα του πάγου δημιουργεί εκπληκτικά καλή πρόσφυση.

Ευτυχώς έχω ποδηλατήσει πολλές φορές στον πάγο και δεν τον φοβάμαι. Σκέφτομαι ότι είναι όμορφο να έχεις φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ποδηλατικής ωριμότητας, ώστε να ξέρεις πως να αντιμετωπίζεις τέτοιες καταστάσεις. Με χαμηλή ταχύτητα τέτοια ώστε να διατηρείς πλήρη έλεγχο του ποδηλάτου (και να πέσεις απαλά αν όχι...), εισέρχεσαι πάνω στον πάγο. Δεν στρίβεις, δεν φρενάρεις, ή έστω αν πραγματικά χρειαστεί το κάνεις με πολύ απαλές κινήσεις.

Το πεταλάρισμα στα ανηφορικά κομμάτια γίνεται και αυτό πολύ απαλά, χωρίς απότομες επιταχύνσεις, οι οποίες άλλωστε το μόνο που θα κατάφερναν θα ήταν να σπινάρει ο πίσω τροχός και να χάσει την πρόσφυσή του. Προτιμώ τα λευκοστρωμένα τμήματα, τα λάστιχα γραπώνουν καλύτερα. 100 μέτρα εδώ, διακόσια μέτρα εκεί... τα ανήλια κομμάτια τελειώνουν και ύστερα από μια μικρή κατηφόρα, φτάνουμε στη διχάλα: δεξιά ο δρόμος φεύγει για το Μεγάλο Δέρειο, ακολουθώντας περίπου παράλληλα τη συνοριογραμμή με τη Βουλγαρία στα δυτικά.

Εμείς θα πάμε αριστερά. Η κατηφόρα είναι λουσμένη στον ήλιο, και η θερμοκρασία είναι πολύ πάνω από το μηδέν. Το οδόστρωμα είναι στεγνό, επιτρέποντας έτσι την ανάπτυξη μεγάλων ταχυτήτων. Ο φαρδύς και άδειος από κίνηση δρόμος ευνοεί την ανοιχτή τροχιά στις στροφές... Όνειρο...

Αρριανά. Μη επανδρωμένο κοντρόλ, σύμφωνα με τους κανονισμούς του Audax Club Parisien. Παίρνω σφραγίδα από ένα βενζινάδικο στην κάρτα μου, εξηγώντας στον βενζινά τον λόγο γιατί την χρειάζομαι. Αποφασίζω να συνεχίσω για Κομοτηνή, που βρίσκεται στο χλμ 100, ακριβώς στο χιλιομετρικό μέσο της διαδρομής, για να κάνω διάλειμμα εκεί.
Η διαδρομή κινείται στον κάμπο και επιτρέπει την αύξηση της μέσης ταχύτητας. Σε λιγότερο από μία ώρα βρισκόμαστε εκεί, μαζί με την θρακιώτικη παρέα των Κομοτηνέων και Αλεξανδρουπολιτών.
Τρώω ένα από τα δύο σάντουιτς που κουβαλάω και παίρνω έναν καφέ για συμπλήρωμα.Ο καφές κατά τη διάρκεια ενός ημερήσιου μπρεβέ αποτελεί μία από τις απολαυστικότερες στιγμές της ποδηλασίας. Οι περισσότεροι από το γκρουπ φεύγουν μόλις σφραγίσουν.
Όμως το ωραίο και ομολογουμένως ένας από τους λόγους που μπήκα στην όλη φάση των μπρεβέ, είναι ότι επιτρέπει στον καθένα να καθορίζει τον δικό του ρυθμό ανάλογα με τα γούστα του, οπότε εγώ δεν βιάζομαι και κάθομαι να τελειώσω τον καφέ μου.
Μαζί μου είναι και ένας πιτσιρικάς από την Αλεξανδρούπολη, ο οποίος μου λέει ότι και αυτός τρέχει το πρώτο του μπρεβέ!
Μετά από μισή ώρα ξεκινάμε μαζί για τη συνέχεια.

Η μέρα είναι απίθανη και πιάνω γρήγορο ρυθμό στα πόδια, σ’ ένα εύκολο τερέν με χωράφια δεξιά κι αριστερά, ενώ διακρίνονται καθαρά στον ορίζοντα από τα δεξιά μου η οροσειρά της Ροδόπης, και από τ’ αριστερά μου η Σαμοθράκη. Έχω χάσει τον πιτσιρικά που έχει μείνει πίσω.
Φτάνω στο τρίτο κοντρόλ της ημέρας, στο χωριό Ίμερος, που είναι βυθισμένο στη γαλήνη της μεσημεριανής ησυχίας. Σφραγίζω την κάρτα μου πάλι σε βενζινάδικο, και συνεχίζω για τη θάλασσα.

Αλλαγή σκηνικού, και για καμιά δεκαριά χιλιόμετρα η διαδρομή
κινείται παραθαλάσσια με την παραλία στα δεξιά. Η επιφάνεια του νερού είναι λάδι! Η ζέστη είναι ανοιξιάτικη, κάπου 15 βαθμούς. Στο τέλος του παραθαλάσσιου τμήματος, μια μικρή ανηφόρα με φέρνει καταϊδρωμένο στη Μαρώνεια. Δροσίζομαι στο κατέβασμα από την άλλη. Με προσοχή για να μη χάσω καμιά στροφή, φτάνω στο τελευταίο κοντρόλ της ημέρας, στη Συκοράχη. «Σφραγίζω» παίρνοντας απόδειξη από την ταβέρνα του χωριού.

Φεύγοντας από κει μπαίνω στο τελευταίο τμήμα του μπρεβέ. Μετά από μια εύκολη ανάβαση ακολουθεί κατηφόρα που σε φέρνει στην Κίρκη. Βγαίνοντας από το χωριό, ο οδηγός ενός αυτοκινήτου παρκαρισμένο στα δεξιά του δρόμου μου κάνει σήμα να σταματήσω.

Είναι κρυφό κοντρόλ! Σφραγίζω την κάρτα, ανεφοδιάζομαι με νερό και ανταλλάσσω δυο κουβέντες με τον κοντρολιέρη που με προειδοποιεί να δείξω προσοχή στις τελευταίες κατηφόρες, γιατί εκτελούνται έργα και ο δρόμος είναι σκαμμένος κατά τμήματα. Φεύγω μέσα στο δάσος για τα τελευταία 4-5 χιλιόμετρα ανάβασης της ημέρας.

Καθώς σουρουπώνει, στην κορυφή σταματάω να βάλω το αντανακλαστικό γιλέκο και ν’ ανάψω τα φώτα.
Ο κατήφορος είναι γρήγορος, και μετά από μια στροφή βλέπω ξαφνικά την Αλεξανδρούπολη μπροστά μου. 10 λεπτά αργότερα τερματίζω "εντός ορίου χρόνου" καθώς σβήνουν και οι τελευταίες φωτεινές ανταύγειες του δειλινού.
Υπογράφω και παραδίδω την κάρτα στο κοντρόλ τερματισμού...

Άλλο ένα μπρεβέ ολοκληρώθηκε.
Χαμογελάω, χαρούμενος από τη μία, ανυπόμονος από την άλλη καθώς σκέφτομαι ποιο θα είναι άραγε το επόμενο...

Δημήτρης Καλτσάς