Γύρος Ολύμπου 11/6/2016

Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Λάρισα, ο Όλυμπος παίζει μεγάλο ρόλο στα βιώματα μου.

Φεύγεις το πρωί για σχολείο-δουλειά, κάπου θα τις δεις τις (νότιες) κορυφές του, χιονισμένες ή όχι, ανάλογα με την εποχή.

Στο μεταξύ και διάφορα άλλα πράγματα στο θυμίζουν διαρκώς. Πχ το γάλα «’Ολυμπος» μας μεγάλωσε όλους, εδώ πάνω (και δεν είναι το μοναδικό γαλακτοκομικό που φέρει το όνομα του).
Ένα απ’τα κλασσικά τραγούδια που μαθαίναμε ήταν το «ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν». Υπάρχουν βιομηχανικά ψυγεία με την ίδια ονομασία, ξενοδοχεία με την ίδια ονομασία κλπ.

Ποδηλατικά, το βουνό το έχουμε στα στανταράκια της περιοχής, αν και κυρίως στη νότια πλευρά του. Οπότε από τη συνολική διαδρομή του brevet το 57%, το είχα κάνει κανονικά και ανάποδα. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: το ίδιο Σαββατοκύριακο υπήρχε ο αγώνας στη Σιθωνία (Lacara) και μια επιθυμία να τρέξω εκεί. Μάλιστα όταν μου είχε πει ο Δημήτρης μετά το brevet του Πηλίου «σε περιμένω στο brevet του Ολύμπου», ένιωσα κάπως άσχημα που του απάντησα ότι μάλλον δε θα μπορέσω να παρευρεθώ.

Έλα όμως η μοίρα που τα φέρνει αλλιώς. Παρέα για τη Σιθωνία δεν υπήρχε, οπότε λίγο η διαμονή, πολύ περισσότερο η διαδρομή (600+ χλμ πήγαινε-έλα) έδειχναν ματαίωση. Η ανακοίνωση μάλιστα ότι θα μπορούσαν να γίνουν εγγραφές και αυθημερόν μου έλυσε τα χέρια.
Οπότε Σάββατο πρωί ξύπνημα στις 6, πρωινό, φόρτωμα του ποδηλάτου και αναχώρηση για Κατερίνη. Κάπου μεταξύ πρωινού και τσεκαρίσματος των ειδήσεων (damn you smartphones!) έφυγα κάπως καθυστερημένα. Βάλτε κι ένα μπλέξιμο στην Κατερίνη πίσω από κάτι φορτηγά τροφοδοσίας και έφτασα στην πλατεία Ελευθερίας με φουλ τον εξοπλισμό μου ακριβώς στις 8, στο τσακ για να προλάβω τη φωτογραφία στην εκκίνηση με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες.

“Say cheese”, κλικ κι ενώ οι υπόλοιποι έφευγαν, περίμενα για να μου γράψει την κάρτα μου ο Δημήτρης, ενώ έπιασα κουβεντούλα και με τους Στράτο και Δημήτρη. Σφράγισμα και ξεκίνημα περίπου 6 λεπτά μετά τους υπόλοιπους. Βοήθεια απ’το GPS για τα πρώτα χιλιόμετρα, μέχρι να βγω από την Κατερίνη και καθ’οδόν προς Νέα Έφεσο, ιδού μπροστά μου το κύριο πιάτο της ημέρας.

Οι γείτονες Κατερινιώτες, είναι εξίσου τυχεροί, που μπορούν και ξυπνούν και αντικρίζουν αυτό το βουνό. Μάλιστα, είναι αρκετά πιο κοντά, ως απόσταση. Οι κορυφές από τα βορειο-ανατολικά είναι περισσότερο τραχιές, απ’ότι το νότιο τμήμα. Όλα αυτά βέβαια, σήμαιναν στάσεις για φωτογραφία. Μέχρι να βρω το κατάλληλο μέρος, σταμάτησα τρεις φορές, με καλύτερο σημείο, θα έλεγα, λίγο πριν το χωριό Κονταριώτισσα.

Λίγο οι στάσεις, λίγο η απραξία της προηγούμενης εβδομάδας (ήθελα και αγώνα και καλά), τα πρώτα χιλιόμετρα βγήκαν πιο χαλαρά. Πρώτη επαφή, οπτική, με τα υπόλοιπα παιδιά, έγινε στην αρχή της ανηφόρας για το Λιτόχωρο, μετά το Δίον. Είναι τα πρώτα 4,5χλμ που περνούν πλάι από τη χωματερή και βορειοδυτικά του στρατοπέδου των τεθωρακισμένων. Με κλίση 5,5%, είναι κάτι παραπάνω από ζέσταμα. Στις παρυφές του Λιτόχωρου, στρίβουμε δεξιά για την ανάβαση προς τα Πριόνια.
Ήδη είχα πιάσει 3-4 άτομα και για τα πρώτα 4χλμ ανέβηκα με αρκετά γρήγορο ρυθμό. Στο δρόμο ο Ηρακλής (σε ρόλο συνοδού απ’ότι κατάλαβα), ο Μπάμπης και ο Χρήστος (τους οποίους έδωσα ραντεβού επάνω), μετά ένα γκρουπάκι με 6-7 άτομα και στο τέλος ο Ευριπίδης. Κάπου εκεί θυμήθηκα ότι δεν είχε νόημα να κάνω 210 χλμ σόλο, ή μου το θύμισε η κούραση απ’το ρυθμό που είχα (ότι ήθελα και αγώνα, το είπα; ).

Η ανάβαση για Σταυρό-Πριόνια έχει εκπληκτικά σημεία λίγο πριν και μετά το καταφύγιο του Σταυρού, ιδανικά για μέρες με ήλιο και ζέστη. Κάπου εκεί μας προσπέρασαν ο Δημήτρης με τη σύζυγο του και ο Στράτος με το Δημήτρη, αποθανατίζοντας την προσπάθεια μας να ανεβούμε στο βουνό των Θεών.
Κάπου μετά από 10χλμ ανάβασης, ξεκινά μια μικρή κατηφόρα. Μια μεγάλη πέτρινη βρύση στα δεξιά, η διασταύρωση για το παλιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου στα αριστερά (2 χλμ τα οποία τα ξανα-ανεβαίνεις στην επιστροφή όπου βλέπεις πολλές φορές 10%+ στο κλισίμετρο σου).
Η διασταύρωση αυτή σημαδεύει την αρχή της τελευταίας μικρής ανηφόρας προς το καταφύγιο στα Πριόνια. Η οποία στο μισό της (1500 μέτρα περίπου), είναι χωματόδρομος, κομμάτι που δεν το είχα επιχειρήσει να το κάνω, όταν είχα ξανα-βρεθεί εκεί. Στο τελευταίο αυτό κομμάτι, η ανηφόρα και η επιλογή της κατάλληλης τροχιάς στο φαρδύ (πάλι καλά) χωματόδρομο, απαιτούν συγκέντρωση και προσοχή.

Φτάνοντας εκεί μας περίμενε το κρυφό κοντρόλ. Βγάλαμε φωτογραφίες με τους οικοδεσπότες μας, φάγαμε, ήπιαμε απ’το απίθανο νερό της πηγής και άρχισε η αναμονή. Περιμένοντας να φτάσουν και οι υπόλοιποι, επιδοθήκαμε σε φωτογράφηση του σημείου.

Αντικρίζοντας προς τα δυτικά, ο ορεινός όγκος υψώνεται επιβλητικότατος μπροστά σου, ενώ ήμασταν τυχεροί και είχαμε έναν απίθανο γαλανό ουρανό και ανά στιγμές τα σύννεφα σχημάτιζαν κορώνα πάνω στους βράχους. Προς τα ανατολικά, το κομμάτι που περάσαμε με το χωματόδρομο, είναι μια προεξοχή, η οποία κόβει την οπτική επαφή με την υπόλοιπη χαράδρα και αισθάνεσαι «παγιδευμένος» σ’αυτό το φυσικό αμφιθέατρο. Δεν είναι παράξενο που οι Αρχαίοι Έλληνες τοποθέτησαν εδώ, την έδρα των 12 Θεών.
Το δέος είναι μεγάλο για εμάς που γνωρίζουμε τόσα πολλά, πόσο περισσότερο για εκείνους που τότε ανακάλυπταν πράγματα.

Αφού καθίσαμε αρκετά εκεί, ανασυγκροτηθήκαμε και μια παρέα 8-9 ατόμων πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μια επιστροφή με τουλάχιστον δυο φωτογραφικές στάσεις, για την Ολυμπιακή ακτή που ξεδιπλώνονταν κάτω μας, αλλά και για δυο αιωροπτεριστές που εκμεταλλεύονταν κι αυτοί την υπέροχη ημέρα και το βουνό.
Λιτόχωρο, κατηφόρα ως το ύψος του αυτοκινητοδρόμου και παίρνουμε τον δυτικό παράδρομο (με λίγο cross country) και μετά από πέντε χιλιόμετρα στροφή προς Λεπτοκαρυά και αρχή ανηφόρας.
Στην αρχή τρεισήμισι χιλιόμετρα «δείγμα δωρεάν». Κάποιοι ανεφοδιάστηκαν στην βρύση πριν τη μικρή κατηφόρα που οδηγεί στο κυρίως πιάτο. Δέκα χιλιάδες πεντακόσια μέτρα, με τα πρώτα και τα τελευταία τρία χιλιόμετρα αρκετά απαιτητικά. Προς την αρχή περίπου στα 2 χλμ συναντάμε και το διαβόητο «μαγνητικό πεδίο». Υποτίθεται ότι μαγνητικές δυνάμεις μας σπρώχνουν στην ανηφόρα. Φυσικά είναι απλά ένα οπτικό παιχνίδι. Στρίβοντας σε μια φουρκέτα, νομίζουμε ότι ανεβαίνουμε ακόμη, αν και το κλισίμετρο μας δείχνει από 0-3%, αρκετά λιγότερο από το 10 που προηγείται κι έπεται.

Κάπου εκεί, μαζί με τον Ευρυπίδη έχουμε αποκτήσει προβάδισμα από τους υπόλοιπους. Στα 4 εύκολα ενδιάμεσα χιλιόμετρα, με τις φουρκέτες απολαμβάνουμε τη θέα προς τη θάλασσα. Σταματώ για μια τελευταία φωτογραφία και ξεκινώ για τα τελευταία δύσκολα 3 χιλιόμετρα. Πιάνω τον Ευρυπίδη που σταμάτησε με τη σειρά του να φωτογραφήσει κι αυτός, αλλά πλέον είμαστε σε κομμάτι που ο καθένας πιάνει το ρυθμό του.
Το τελευταίο χιλιόμετρο είναι το πιο δύσκολο, η κλίση φτάνει στο 12%. Σε αντίθεση με την τελευταία φορά που είχα ανεβεί μέσα σε ομίχλη, πλέον βλέπω το ξεκόρφισμα, αλλά δε νομίζω ότι με βοήθησε και τόσο ψυχολογικά.
Στα τρεισήμισι χιλιόμετρα απ’το ξεκόρφισμα, ώρα για στάση και ανεφοδιασμό σε μια χαρακτηριστική πέτρινη πηγή. Έρχεται και ο Ευρυπίδης μετά από λίγο, τρώμε και παίρνουμε απόφαση να συνεχίσουμε έχοντας καθίσει εκεί περίπου ένα τέταρτο. Πάνω που φεύγαμε έρχεται και ο Κώστας, αλλά φεύγουμε έτσι κι αλλιώς.

Συνέχεια στο πιο γνώριμο, σε εμένα, σημείο της διαδρομής. Διασταύρωση για Καλλιπεύκη, Καρυά, μικρή κατηφόρα και μετά η ανηφόρα πριν τη Συκαμινιά. Περνάμε τη Συκαμινιά και συνεχίζουμε τα υπόλοιπα 4 χλμ ανάβασης. Εύκολη αυτή, με εξαίρεση ένα 800άρι προς το τέλος και μετά κατάβαση προς Κρυόβρυση και Πλατανόδασος.
Δείχνω στον Ευρυπίδη την ανηφόρα φετίχ της περιοχής, προς ΚΕΟΑΧ (Βρυσσοπούλες). Όπως λέει και ο Δημήτρης, για άλλη φορά αυτή (challenge accepted). Δε σταματάμε στο Πλατανόδασος και την καντίνα του, με στόχο να ανεφοδιαστούμε στην Ολυμπιάδα. Αμ δε, όλα κλειστά, περνάμε το γκρουπ με τους περίπου 20-25 μηχανόβιους που ανεφοδιάζονται σε καύσιμα και συνεχίζουμε ως την Καλλιθέα. Εκεί σταματάμε σε ένα περίπτερο που βρίσκουμε ανοιχτό και βγαίνουμε στην επαρχιακή Ελασσόνας-Κατερίνης.
Ο κύριος στόχος, το Λιβάδι, φαίνεται εμπρός μας, τόσο κοντά-τόσο μακριά.
Αν κοιτάξεις πολύ πιο αριστερά σου, βλέπεις και το Σαραντάπορο. Τα πρώτα 6 χιλιόμετρα βγαίνουν γρήγορα με τις αλλαγές που κάνουμε, μετά τη διασταύρωση για το Κοκκινόγειο η κλίση τσιμπάει λίγο παραπάνω και με το Λιβάδι να έρχεται, η ταχύτητα πέφτει.

Στη διασταύρωση για τη Δολίχη είναι και το κοντρόλ (το φανερό) της ημέρας. Μας σφραγίζει ο Στράτος και συνεχίζουμε. Στη Δολίχη βάζουμε κρύο νερό σε μια καφετέρια. «Από πού έρχεστε;» «Και που πάτε;» Κλασσικές ερωτήσεις σε μπρεβετάδες. Βγαίνουμε απ’τη Δολίχη, όπου η πλατεία έχει γίνει πλέον κουκλί και ξεκινάμε για το Λιβάδι.

Ήταν μόλις η τρίτη φορά που πήγαινα με το ποδήλατο στο Λιβάδι. Στα 75χλμ από τη Λάρισα, θέλει ένα μικρό μπρεβέ για να πας και να γυρίσεις, δύσκολο για χειμώνα. Από την άλλη, δεν υπάρχει τόσο πράσινο και δεν ενδείκνυται για τους καλοκαιρινούς μήνες. Ενώ τα τελευταία 4 χιλιόμετρα δεν ενδείκνυνται γενικότερα. Από τη Δολίχη ως την πλατεία θες κάτι παραπάνω από 10 χιλιόμετρα. Μετά από 2 χιλιόμετρα υπάρχει μια μικρή ανάβαση δύο χιλιομέτρων, όπου αν και βλέπεις και 9% και 10% στιγμιαία, γενικά είναι βατή με περίπου 4-5% μέση κλίση.

Έπειτα από αυτό το κομμάτι βγαίνουμε στην τεχνητή λίμνη του Λιβαδίου, που έχει μικρή ηλικία, κάπου 10-15 χρόνια ζωής, αλλά ήδη γίνεται υδροβιότοπος για αρκετά πουλιά.
Περνώντας μια γέφυρα σε μια αριστερή στροφή αρχίζει η κυρίως ανηφόρα. Ξεκινάμε με μια καλή «ράμπα», αλλά αμέσως μετά χαλαρώνει για λίγο. Με το που βγάλουμε το πρώτο χιλιόμετρο, τα… ψέματα τελειώνουν. Τέσσερα χιλιόμετρα με 9,4% μέση κλίση δίνει ο ηλεκτρονικός ρουφιάνος (aka Garmin).
Το περίεργο είναι ότι τα πιο ζόρικα κομμάτια είναι οι στροφές. Έχουν πολύ περισσότερη κλίση απ’ότι τα ενδιάμεσα κομμάτια. Και το δεύτερο… πατατράκ, το παθαίνουμε με το που βλέπουμε την ταμπέλα με το όνομα του χωριού.
Νόμισες ότι έφτασες, άμοιρε μπρεβετά; Όοοοχι! Πάρε ένα επιδόρπιο πεντακόσια μέτρα με 11% μέση κλίση!!! Με το που τελειώνει το κομμάτι με τη νησίδα στη μέση, ça y est.

Εννοείται ότι στο κομμάτι αυτό ανεβήκαμε χωριστά με τον Ευριπίδη. Αν και πλέον στο τρέχον ποδήλατο έχω την πολυτέλεια του 36x28, ο ρυθμός μόλις και ξεπερνούσε τις 60 περιστροφές ανά λεπτό. Στην προσπάθεια να κρατήσω έστω αυτόν το ρυθμό, είναι λογικό να πας διαφορετικά από κάποιον που έχει 34άρι.
Και όσο σκέφτομαι ότι τις προηγούμενες φορές είχα πάει με 39x23 χαμηλότερη σχέση (βέβαια την πρώτη φορά δεν έφτασα στην πλατεία, παραδόθηκα στο τελευταίο μισό χιλιόμετρο).

Όπως και να’χει, φτάσαμε στην πλατεία, με μικρή διαφορά και καθίσαμε σε μια από τις ταβέρνες για πραγματικό φαγητό. Ευκαιρία να φάμε και τις περίφημες πατάτες Λιβαδίου. Στο τραπέζι μας έκαναν παρέα, οι δυο Δημήτρηδες και η σύζυγος του πρώτου, που επιστατούσαν τη διαδρομή και όλους μας.
Εννοείται έπεσαν οι κλασσικές ερωτήσεις από διπλανή παρέα, οι οποίες εμπλουτίστηκαν με τις «πόσο χρόνο κάνατε μέχρι εδώ;» και «Ανύπαντρος ή χωρισμένος;» (Κλάμα!)

Αφού γεμίσαμε τα… ρεζερβουάρ μας, φύγαμε για το κομμάτι της διαδρομής που δεν είχα κάνει και πάντα ήθελα να κάνω. Αφού ανεβήκαμε λίγο ακόμη ως τα 1250μ. άρχισε η κατηφόρα. Μετά τα πρώτα 3 χλμ, ξαναβγήκαμε στον επαρχιακό Ελασσόνας-Κατερίνης.
Για τα επόμενα 40 λεπτά, κατεβαίναμε σχεδόν συνεχώς. Καλός δρόμος, σκιά σε αρκετά σημεία, όμορφο τοπίο. Όμως, όλα τα «καλά» διαρκούν λίγο. Ενώ η Κατερίνη ήταν εμπρός μας, η διαδρομή μας είχε μια… παράκαμψη, για μια τελευταία ανάβαση.
Κανονικά η ανάβαση αυτή δε θα μας απασχολούσε αρκετά, αλλά με 175 χλμ και 3500+μ. υψομετρικών ήδη, δε θα ήταν τόσο απλή.

Ως μορφή, έσπαγε σε δυο κομμάτια. Το πρώτο ως το χωριό Βρία, πιο εύκολη και το δεύτερο ως τη Ρητίνη, αρκετά πιο απαιτητικό, ειδικά με το που έφτανες και έμπαινες στο χωριό. Ο ήλιος εμπρός μας δε μας άφηνε να διακρίνουμε και πολλά για το που πάμε, αλλά κοιτώντας προς τα αριστερά, βλέπαμε τον Όλυμπο και τη χαράδρα που κατεβήκαμε μόλις πριν. Πάλι οι Δημήτρηδες μας προσπέρασαν και μας περίμεναν στο κρυφό κοντρόλ στη Ρητίνη. Ανεφοδιασμός σε νερό (κυρίως) και ορμάμε για τα τελευταία χιλιόμετρα.
Αφού κατεβήκαμε έναν τσιμεντένιο δρόμο που μας έβγαλε απ’το χωριό (και περάσαμε κάποιο… χουλιγκάνο, που έβαφε με σπρέι το δρόμο), διαπιστώσαμε ότι ο δρόμος δεν ήταν μόνο κατηφορικός. Υπήρχαν 3-4 ράμπες μικρές σε διάρκεια, αλλά με αρκετή κλίση, τόσο στο ανέβασμα όσο και στο κατέβασμα αμέσως μετά. Δις, μπορέσαμε να ξεπεράσουμε άνετα τα 65χλμ χωρίς καν να κάνουμε πετάλι!!

Με το που βρήκαμε το νέο νοσοκομείο, είχαμε πια τελειώσει. Τα υπόλοιπα χιλιόμετρα ήταν απλά διαδικαστικού χαρακτήρα. Με τα πολλά, φτάσαμε στην πλατεία Ελευθερίας, για να σφραγίσουμε για τελευταία φορά.

Απαιτητικό το μπρεβέ του Ολύμπου, αλλά η διαδρομή σε αποζημιώνει . Δεν ξέρω αν τα πολλά υψομετρικά «τρόμαξαν» αρκετό κόσμο, σίγουρα οι υπόλοιπες διοργανώσεις του διημέρου του «έκλεψαν» συμμετοχές.

Γεγονός είναι ότι αξίζει πολύ περισσότερες από 17 συμμετοχές και οι οικοδεσπότες του πολλά-πολλά περισσότερα.

Και του χρόνου λοιπόν, ίσως με ανάποδη φορά (για να περιδρομιάσουμε στα Πριόνια και να’χουμε μετά μόνο την κατηφόρα του τερματισμού)

Μάκης Μπαλκουρανίδης